- πλακώδης
- -ες / πλακώδης, -ώδες, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός]ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύςαρχ.1. ο πεταλώδης2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.)3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης.
Dictionary of Greek. 2013.