πλακώδης

πλακώδης
-ες / πλακώδης, -ώδες, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός]
ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύς
αρχ.
1. ο πεταλώδης
2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.)
3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλακώδης — laminated masc/fem acc pl (attic epic doric) πλακώδης laminated masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλακώδης laminated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακώδη — πλακώδης laminated neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλακώδης laminated masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλακώδης laminated masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακῶδες — πλακώδης laminated masc/fem voc sg πλακώδης laminated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακώδεις — πλακώδης laminated masc/fem acc pl πλακώδης laminated masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακωδέστερα — πλακώδης laminated neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακώδεσι — πλακώδης laminated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακώδεσιν — πλακώδης laminated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακώδους — πλακώδης laminated masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πλακώδιο — το, Ν βιολ. δισκοειδής εμβρυϊκός σχηματισμός τής κεφαλής που δίδει τα εξωβλαστικά παράγωγα αισθητηρίων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placode (< πλακώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”